- συγκληρος
- σύγκληροςσύγ-κληρος21) пограничный, сопредельный
(χθών Eur.)
2) выпавший на долю(θνητῷ βίῳ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χθών Eur.)
(θνητῷ βίῳ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σύγκληρος — having lots masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκληρος — ον, Α 1. αυτός που μετέχει στον ίδιο κλήρο 2. αυτός που συνορεύει, γειτονικός («Μαραθῶνα καὶ σύγκληρον ἐλθόντα χθόνα», Ευρ.) 3. αυτός που έχει την ίδια τύχη με άλλον 4. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλῆρος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
σύγκληρον — σύγκληρος having lots masc/fem acc sg σύγκληρος having lots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλήρου — σύγκληρος having lots masc/fem/neut gen sg συγκληρόω join pres imperat act 2nd sg συγκληρόω join pres imperat act 2nd sg συγκληρόω join imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) συγκληρόω join imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλήρους — σύγκληρος having lots masc/fem acc pl συγκληρόω join imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) συγκληρόω join imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλήρων — σύγκληρος having lots masc/fem/neut gen pl συγκληρόω join imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) συγκληρόω join imperf ind act 1st sg (doric aeolic) συγκληρόω join imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) συγκληρόω join imperf ind act 1st sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκληρα — σύγκληρος having lots neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκληροι — σύγκληρος having lots masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek
συγκληρία — ἡ, Α [σύγκληρος] σύναψη δύο ή περισσότερων πραγμάτων, σχέση, ομοιότητα («ὡς γέγραπται οὕτως αἱ συγκληρίαι τῶν παθημάτων ἦσαν», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
συγκληρώ — όω, δωρ. τ. συγκλαρόω Α [σύγκληρος] 1. συνενώνω ή περιλαμβάνω σε έναν κλήρο («τούτων δὲ αὖ δίχα τεμεῑν ἕκαστον καὶ ξυγκληρῶσαι δύο τμήματα», Πλάτ.) 2. εκλέγω με κλήρο για συγκρότηση μιας αρχής 3. αστρολ. μοιράζομαι την ίδια τύχη με άλλον 4. κάνω… … Dictionary of Greek